- ευδρομία
- εὐδρομία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. εὐδρομίη) [εύδρομος]ευχερές βάδισμαμσν.1. τίμια και ενάρετη ζωή2. φρ. «εὐδρομία γλώττης» — φλυαρίααρχ.ταχύτητα («εὐδρομία πλόου»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδρομίας — εὐδρομίᾱς , εὐδρομία swiftness fem acc pl εὐδρομίᾱς , εὐδρομία swiftness fem gen sg (attic doric aeolic) εὐδρομίᾱς , εὐδρομίης rapid swimmer masc acc pl εὐδρομίᾱς , εὐδρομίης rapid swimmer masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδρομίαν — εὐδρομίᾱν , εὐδρομία swiftness fem acc sg (attic doric aeolic) εὐδρομίᾱν , εὐδρομίης rapid swimmer masc acc sg (attic epic doric aeolic) εὐδρομίης rapid swimmer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδρομίαις — εὐδρομία swiftness fem dat pl εὐδρομίης rapid swimmer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδρομίην — εὐδρομία swiftness fem acc sg (epic ionic) εὐδρομίης rapid swimmer masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδρομίας — ο (Α εὐδρομίης) [ευδρομία] νεοελλ. καλοβατικό αποδημητικό πτηνό τής οικογένειας τών χαραδριιδών αρχ. ταχύ, ευκίνητο ψάρι … Dictionary of Greek